αγιογραφικός

αγιογραφικός
-ή, -ό [αγιογράφος]
1. αυτός που αναφέρεται στην αγιογραφία
2. το θηλ. ως ουσ. η αγιογραφική
η τέχνη τού αγιογράφου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”